Стискивать στα ελληνικά

Μετάφραση: стискивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουλώ, τοποθετώ, πιάνω, στύβω, καθορισμένος, σφίγγω, κλειδαριά, κράτημα, συνωστισμός, λαβή, σύσπαση, πατικώνω, στριμώχνω, συμπιέζω, κράμπα, σφίγγουν, σφίγγω τα, σφίγγουν τα, σφίξτε τα
Стискивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вулканизировать στα ελληνικά - σκληρύνω καουτσούκ διά θείου, βουλκανισμό, το βουλκανισμό, βουλκανισθεί, τον βουλκανισμό
  • генуэзский στα ελληνικά - Γενουάτες, Γενουατών, Γενοβέζους, Γενοβέζοι, Γενουατική
  • двухпартийный στα ελληνικά - δικομματικός, διακομματικός, διακομματική, δικομματική, δικομματικής
  • диктант στα ελληνικά - ορθογραφία, υπαγόρευση, υπαγόρευσης, την υπαγόρευση, ηχογράφησης, από υπαγόρευση
Τυχαίες λέξεις
Стискивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουλώ, τοποθετώ, πιάνω, στύβω, καθορισμένος, σφίγγω, κλειδαριά, κράτημα, συνωστισμός, λαβή, σύσπαση, πατικώνω, στριμώχνω, συμπιέζω, κράμπα, σφίγγουν, σφίγγω τα, σφίγγουν τα, σφίξτε τα