Столбик στα ελληνικά
Μετάφραση: столбик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στήλη, σωρός, στοιβάδα, στύλος, στοίβα, κολόνα, στυλοβάτης, στοιβάζω, στήλης, της στήλης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безраздельный στα ελληνικά - απόλυτος, αδιαίρετος, αδιαίρετη, αμέριστη, την αμέριστη, αδιαίρετης
- дезориентирует στα ελληνικά - αποπροσανατολίζει, αποπροσανατολίζει τους, αποπροσανατολίζει έτσι, το αποπροσανατολίζει, αποπροσανατολίζει έτσι τους
- джон στα ελληνικά - Γιάννης, John, Ιωάννη, Ιωάννης, Τζον
- заактировать στα ελληνικά - άμβλυναν, dulled, αμβλείες, θαμπώσει, θαμπώνουν οι
Τυχαίες λέξεις
Столбик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στήλη, σωρός, στοιβάδα, στύλος, στοίβα, κολόνα, στυλοβάτης, στοιβάζω, στήλης, της στήλης
Μεταφράσεις: στήλη, σωρός, στοιβάδα, στύλος, στοίβα, κολόνα, στυλοβάτης, στοιβάζω, στήλης, της στήλης