Стопа στα ελληνικά
Μετάφραση: стопа, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, πόδι, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безбрачие στα ελληνικά - αγαμία, αγαμίας, την αγαμία, η αγαμία
- благоговение στα ελληνικά - δέος, ευλάβεια, σεβασμό, σεβασμού, σεβασμός, ευλάβειας
- вопросительный στα ελληνικά - ανακριτικός, φιλοπερίεργος, ερωτηματικός, ερωτηματικές, ερωτηματική, ερωτηματικό, ερωτηματικής
- гноить στα ελληνικά - σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Τυχαίες λέξεις
Стопа στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, πόδι, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Μεταφράσεις: στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, πόδι, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού