Страховка στα ελληνικά
Μετάφραση: страховка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- великопостный στα ελληνικά - σαρακοστιανός, νηστίσιμα, νηστήσιμα, Νηστίσιμο, της Σαρακοστής
- вздыхать στα ελληνικά - αναστενάζω, αναστεναγμός, λαχανιάζω, αγκομαχώ, ασθμαίνω, στεναγμός, αναστεναγμό, ...
- дольше στα ελληνικά - μακρύτερα, πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, μεγαλύτερη
- желеобразный στα ελληνικά - ζελέ, πολτός, πολτό, πηκτή, πολτού
Τυχαίες λέξεις
Страховка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Μεταφράσεις: ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών