Стрелять στα ελληνικά
Μετάφραση: стрелять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυροβολώ, εκτινάσσω, βλαστός, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анормальный στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
- борей στα ελληνικά - βοράς, βοριάς, Βορέα, Βορέας, τον Βορέα, Boreas, ο Βορέας
- взвиваться στα ελληνικά - διανύω, αυξάνομαι, βρίσκομαι, μύγα, πετώ, ανατέλλω, αύξηση, ...
- доверять στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, αναθέτω, έχω, διαπιστεύω, πιστεύω, εξουσιοδοτώ, έχε, ...
Τυχαίες λέξεις
Стрелять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυροβολώ, εκτινάσσω, βλαστός, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Μεταφράσεις: πυροβολώ, εκτινάσσω, βλαστός, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν