Λέξη: απάγω

Συνώνυμα: απάγω

βιάζω, διακορεύω, αρπάζω, βουρτσίζω, κινώ ταχέως, κινούμαι ταχέως, απαγαγώ, κλέπτω, θέλγω, γοητεύω, προξενώ έκσταση, κερδίζω, παίρνω

Μεταφράσεις: απάγω

απάγω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abduct, whisk, carry off, ravish, rape

απάγω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
secuestrar, raptar, batidor, batidora, batidor de, bata, batir

απάγω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entfuhren, Schneebesen, wischen, Quirl, Rührbesen

απάγω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
kidnapper, enlever, ravir, emporter, fouet, au fouet, batteur, fouetter, un fouet

απάγω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rapire, frusta, frullino, sbattere, whisk, sbattitura

απάγω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raptar, sequestrar, sequestre, sacudidela, batedor, do whisk, whisk o, batedor de

απάγω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontvoeren, vliegenmepper, garde, zwaai, zwaait, zwaaien

απάγω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
похитить, похищать, отводить, умыкать, воровать, красть, умыкнуть, юркнуть, метелка, венчик, венчиком, веник

απάγω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
visp, vispen, whisk, miksmaster

απάγω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
visp, vispa, vispen, whisk

απάγω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kidnapata, siepata, vispilä, huiska, kiikuttaa, vatkata, kiidättää

απάγω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
piskeris, piskeriset, pisker, whisk

απάγω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
unést, unášet, metla, whisk, šlehač, věchet, Šlehací metla

απάγω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
porywać, uprowadzać, porwać, uwodzić, uprowadzić, śmigać, miotełka, machnięcie, whisk, trzepaczka

απάγω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
legyintés, habverővel, habverő, whisk, habverőt

απάγω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fırçalamak, çırpma teli, sineklik, silerek çıkarmak, silip temizlemek

απάγω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викрадати, викрасти, відводити, викрадіть, красти, прошмигнути, шмигнути

απάγω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëvizje e shpejtë, vrasëse mizash, fshirëse e vogël, rrahëse vezësh, lëvizje

απάγω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
размахване, избръскване, бързо движение, леко бръсване, бръсвам

απάγω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шмыгнуць, юркнуць

απάγω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
röövima, sebima, vispel, lipsama, sagima, lennutama

απάγω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugrabiti, oteti, odvoditi, umutiti, izlupati, bućkalo, miješalica, opajati

απάγω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
whisk

απάγω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šluotelė, kuokštelis, mostelėjimas, mostelėti, brūkštelėjimas

απάγω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noslaucīt, slotiņa, whisk, Putojamo, putekļu slotiņa

απάγω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
размахване, брзо движење

απάγω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tel, măturică, pămătuf, lua repede, se mișca iute

απάγω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
unést, Bućkalo, Izlupati, metlico, Mešalnikih, whisk

απάγω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
metla, na šľahanie, šľahanie
Τυχαίες λέξεις