Стремиться στα ελληνικά

Μετάφραση: стремиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψάχνω, ταχύτητα, φόρα, πασχίζω, ορμή, αναζητώ, μιμούμαι, σκοπός, μακρύς, σκοπεύω, βιασύνη, επισπεύδω, αποβλέπω, βλέψη, προσπαθώ, εργασία, αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν
Стремиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бамбук στα ελληνικά - μπαμπού, από μπαμπού, το μπαμπού, bamboo
  • высокопроизводительный στα ελληνικά - υψηλής απόδοσης, υψηλή απόδοση, υψηλών επιδόσεων, υψηλής αποδόσεως
  • досье στα ελληνικά - λιμάρω, υποβάλλω, πίφερο, φάκελος, φάκελο, φακέλου, φάκελλο, ...
  • дымоход στα ελληνικά - φουγάρο, σήραγγα, τούνελ, χωνί, καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, ...
Τυχαίες λέξεις
Стремиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψάχνω, ταχύτητα, φόρα, πασχίζω, ορμή, αναζητώ, μιμούμαι, σκοπός, μακρύς, σκοπεύω, βιασύνη, επισπεύδω, αποβλέπω, βλέψη, προσπαθώ, εργασία, αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν