Λέξη: μονότονος
Σχετικές λέξεις: μονότονος
μονότονος συνώνυμα, μονότονος συνωνυμα
Συνώνυμα: μονότονος
λευκός, κενός, άγραφος, ασυμπλήρωτος, καθαρός, πεζός, ανιαρός, τετριμμένος, αναλλοίωτος
Μεταφράσεις: μονότονος
μονότονος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prosaic, monotonous, unvaried, prosaical, monotone
μονότονος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
monótono, monótona, monótonos, monótonas, monotonía
μονότονος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prosaisch, eintönig, monoton, monotonen, monotone, eintönige
μονότονος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banal, ouvrable, véniel, prosaïque, monotone, monotones, monotonie, et monotone
μονότονος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
monotono, monotona, monotoni, monotone, monotonia
μονότονος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
monótono, monótona, monotonous, monótonas, monótonos
μονότονος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eentonig, monotoon, monotone, eentonige, saai
μονότονος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скучный, прозаичный, прозаический, монотонный, однообразно, однообразной, монотонным, однообразна
μονότονος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
monotont, ensformig, monoton, monotone, ensformige
μονότονος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
monotont, monoton, monotona, enformigt, enformiga
μονότονος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkinen, proosallinen, arkipäiväinen, yksitoikkoinen, yksitoikkoista, monotoninen, yksitoikkoisia, yksitoikkoisen
μονότονος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ensformigt, monotont, monotone, monoton, ensformige
μονότονος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
všední, prozaický, monotónní, jednotvárná, jednotvárné, jednotvárný, monotonní
μονότονος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powszedni, prozaiczny, monotonny, monotonne, monotonna, monotonną, jednostajne
μονότονος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prózaias, monoton, egyhangú, a monoton, monotonná
μονότονος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
monoton, tekdüze, monoton bir, monotonous
μονότονος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкласти, відкладіть, монотонний, монотонна, монотонне, монотонну
μονότονος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
monoton, monotone, mërzitur, i mërzitur
μονότονος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
монотонен, монотонна, монотонно, монотонната, монотонното
μονότονος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манатонны, аднастайны, аднатонны, манатонная, манатонна
μονότονος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
igapäevane, proosaline, monotoonne, üksluise, monotoonsete, monotoonse, monotoonset
μονότονος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
monoton, monotono, monotoni, monotone, monotona
μονότονος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eintóna, einhæf, einsleitni, lítið er vitað, fyrir einsleitni
μονότονος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
monotoniškas, monotoniška, monotoniški, monotonišką, vienodas
μονότονος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
monotons, vienmuļš, monotonu, vienmuļa, monotoni
μονότονος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
монотоно, монотон, монотона, монотони, монотониот
μονότονος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
monoton, monotonă, monotone, monotona, de monoton
μονότονος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
monotono, monotona, monoton, enolična, monotone
μονότονος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
všední, prozaický, monotónna, monotónny, monotónne, monotónnej, monotónnu