Стричь στα ελληνικά
Μετάφραση: стричь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αράζω, κόψιμο, κόβω, κοπή, λάπαθο, συνδετήρας, προβλήτα, ψαλιδίζω, πόρπη, αποβάθρα, κουρεύω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аукционист στα ελληνικά - δημοπράτης, εκπλειστηριαστή, δημοπράτη, εκπλειστηριαστής, διοργανωτής της δημοπρασίας
- болометр στα ελληνικά - βολόμετρο, bolometer, μικροβολόμετρο
- глазок στα ελληνικά - οφθαλμός, τρύπα, μάτι, κρυφοκοιτάζω, ματάκι, ματάκι πόρτας
- домушник στα ελληνικά - διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
Τυχαίες λέξεις
Стричь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αράζω, κόψιμο, κόβω, κοπή, λάπαθο, συνδετήρας, προβλήτα, ψαλιδίζω, πόρπη, αποβάθρα, κουρεύω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Μεταφράσεις: αράζω, κόψιμο, κόβω, κοπή, λάπαθο, συνδετήρας, προβλήτα, ψαλιδίζω, πόρπη, αποβάθρα, κουρεύω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής