Струиться στα ελληνικά
Μετάφραση: струиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυματισμός, ρυάκι, ρέω, ροή, κυλώ, κελαρύζω, κυμάτισμα, τρέχω, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вложить στα ελληνικά - φτιάχνω, εξαναγκάζω, περικλείω, κατασκευάζω, εξουσιοδοτούμαι, συμπεραίνομαι, κάνω, ...
- вогнуть στα ελληνικά - γέρνω, καμπυλώνεται, στροφή, σκύβω, κλίνω, κλίνει, στρεβλώνουν, ...
- девонширский στα ελληνικά - Devonian, Δεβόνιας περιόδου, της Δεβόνιας περιόδου, Δεβόνιας, Δεβόνια
- доверчивость στα ελληνικά - ευπιστία, την ευπιστία, ευπιστίας, ακρισίας
Τυχαίες λέξεις
Струиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυματισμός, ρυάκι, ρέω, ροή, κυλώ, κελαρύζω, κυμάτισμα, τρέχω, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει
Μεταφράσεις: κυματισμός, ρυάκι, ρέω, ροή, κυλώ, κελαρύζω, κυμάτισμα, τρέχω, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει