Стул στα ελληνικά
Μετάφραση: стул, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαμνί, σκαμπό, καθίζω, έδρα, τρίποδας, κάθισμα, καρέκλα, έδρανο, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блаженный στα ελληνικά - ευτυχής, ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα
- воротить στα ελληνικά - επιστροφή, αντιστρέφω, παίρνω, στρίβω, ανακτώ, αποκτώ, σειρά, ...
- вырубать στα ελληνικά - έπεσα, κόβω, περικόψει, κόβονται, περιορίσει, μειώσει, μειώσουν
- долготерпение στα ελληνικά - μακρόθυμος, πολύπαθη, μακροθυμία, πολύπαθο, την πολύπαθη
Τυχαίες λέξεις
Стул στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαμνί, σκαμπό, καθίζω, έδρα, τρίποδας, κάθισμα, καρέκλα, έδρανο, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
Μεταφράσεις: σκαμνί, σκαμπό, καθίζω, έδρα, τρίποδας, κάθισμα, καρέκλα, έδρανο, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει