Σκαμπό στα ρωσικά

Μετάφραση: σκαμπό, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
табуретка, стульчак, скамеечка, судно, стул, табурет, табуретки, табуреты, стулья, стула
Σκαμπό στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκαμπό

σκαμπό μπαρ θεσσαλονίκη, σκαμπό ikea, σκαμπό μπαρ τιμές, σκαμπό τροχήλατο, σκαμπό με πλάτη, σκαμπό λεξικό γλώσσας ρωσικά, σκαμπό στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • σκαλωσιά στα ρωσικά - эшафот, плаха, виселица, помост, леса, строительные леса, лесов, ...
  • σκαμνί στα ρωσικά - табуретка, стульчак, судно, скамеечка, табурет, стул, стула, ...
  • σκανδάλη στα ρωσικά - собачка, гашетка, триггер, триггера, запуска, спусковой, курок
  • σκανδαλώδης στα ρωσικά - возмутительный, оскорбительный, оголтелый, вопиющий, скандальный, неистовый, обидный, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκαμπό στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: табуретка, стульчак, скамеечка, судно, стул, табурет, табуретки, табуреты, стулья, стула