Ступать στα ελληνικά
Μετάφραση: ступать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάβημα, πατημασιά, βήμα, τσαλαπατώ, βηματίζω, πηγαίνω, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, το πέλμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вздувать στα ελληνικά - σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, φουσκώνω, εξογκώνω, φουσκώνουν, ...
- выковывать στα ελληνικά - αναπτύσσομαι, αναπτύσσω, σφυροκοπώ, καταλήξουν, υποβάλει εγκαίρως
- еженощный στα ελληνικά - κάθε βράδυ, νυχτερινή, νυχτερινές, το βράδυ, βραδινή
- забастовщик στα ελληνικά - απεργός, συμπαίκτη του, τον συμπαίκτη, συμπαίκτη, τον συμπαίκτη του
Τυχαίες λέξεις
Ступать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάβημα, πατημασιά, βήμα, τσαλαπατώ, βηματίζω, πηγαίνω, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, το πέλμα
Μεταφράσεις: διάβημα, πατημασιά, βήμα, τσαλαπατώ, βηματίζω, πηγαίνω, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, το πέλμα