Суверенитет στα ελληνικά
Μετάφραση: суверенитет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, εθνική κυριαρχία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннулировать στα ελληνικά - ανατρέπω, πούλμαν, εκκενώνω, αναιρώ, εξαφάνιση, αποσύρω, φράζω, ...
- брить στα ελληνικά - ξυράφι, ξυρίζομαι, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν
- ветролом στα ελληνικά - ανεμοφράκτης, ανεμοθώρακα, ανεμοθώρακας, ανεμοφράχτη, ανεμοπροστασίας
- выжигание στα ελληνικά - καύση, καύσης, κάψιμο, την καύση, καψίματος
Τυχαίες λέξεις
Суверенитет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, εθνική κυριαρχία
Μεταφράσεις: κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, εθνική κυριαρχία