Λέξη: επιβάτης

Σχετικές λέξεις: επιβάτης

επιβάτης του χαμένου boeing ανέβασε πριν δύο ώρες status στο facebook, επιβάτης προαστιακού, επιβάτης δάρρα, επιβάτης του μπόινγκ ανέβασε φωτογραφία δείτε τι δείχνει, επιβάτης στίχοι, επιβάτης θεοδωράκης, επιβάτης μίκης θεοδωράκης, επιβάτης φαραντούρη, επιβάτησ 57, επιβάτης του μπόινγκ ανέβασε φωτογραφία

Μεταφράσεις: επιβάτης

επιβάτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
passenger, passengers, a passenger, passenger is, passenger has

επιβάτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viajero, pasajero, pasajeros, de pasajeros, del pasajero, viajeros

επιβάτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fahrgast, passagier, reisender, Passagier, Fahrgast, Personenkraft

επιβάτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
passagère, voyageuse, voyageur, passager, passagers, voyageurs, habitacle

επιβάτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passeggero, passeggeri, di passeggeri, del passeggero, dei passeggeri

επιβάτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
passagem, passageiro, passageiros, de passageiros, do passageiro, dos passageiros

επιβάτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passagier, inzittende, personenauto, passagiers, personenvervoer

επιβάτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
седок, пассажир, пассажирка, пассажира, пассажирский, легковой, пассажирских

επιβάτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
passasjer, passasjeren, passasjerer, person

επιβάτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
passagerare, resande, passagerar, passageraren, persontransporter, persontrafik

επιβάτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matkustaja, matkustajan, matkustajien, henkilöautojen

επιβάτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
passager, personbefordring, passagerer, passageren, passager-

επιβάτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cestující, osobní, cestujících, spolujezdce, pro cestující

επιβάτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pasażer, pasażerski, pasażera, pasażerów, pasażerskiego

επιβάτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utas, személyszállítási, személyszállító, személyszállítás, utasszállító

επιβάτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yolcu, binek

επιβάτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сідок, пасажирський, пасажир, пасажирка, пасажира

επιβάτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
udhëtar, pasagjer, pasagjerëve, të pasagjerëve, pasagjerësh, të udhëtarëve

επιβάτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пътнически, пътник, на пътници, пътническия, пътническа

επιβάτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасажыр

επιβάτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reisija, reisijate, reisijateveo, reisijate-, reisijale

επιβάτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
putnik, putniku, putnika, putnički, suvozača

επιβάτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
farþegi, farþega, farþeginn, farþegaflutningar, farþegasæta

επιβάτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
keleivis, keleivinis, keleivių, keleivinio, keleivio

επιβάτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pasažieris, pasažieru, vieglais, pasažierim, pasažiera

επιβάτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патнички, патници, патник, патникот, патничкиот

επιβάτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pasager, pasageri, de pasageri, călători, de călători

επιβάτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potnica, potnik, potniški, potniškega, potniških, potniška

επιβάτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osobní, cestujúci, cestujúcich, cestujúcim
Τυχαίες λέξεις