Судопроизводство στα ελληνικά
Μετάφραση: судопроизводство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διενέργεια, ενέργεια, διαδικασία, διαδικασίας, δίκης, διαδικασίες, διαδικασιών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- видеотелефон στα ελληνικά - εικονοτηλεφώνου, τηλεοπτικής τηλεφωνίας, εικονοτηλεφωνίας, βιντεόφωνο, εικονοτηλέφωνο
- всесторонний στα ελληνικά - λεπτομερής, εξονυχιστικός, γενικός, περιεκτικός, ποδιά, συνολικός, διεξοδικός, ...
- декаданс στα ελληνικά - παρακμή, παρακμής, την παρακμή, της παρακμής, κατάπτωση
- документарный στα ελληνικά - ντοκιμαντέρ, ντοκυμαντέρ, εγγράφων, έγγραφα, τεκμηρίωσης
Τυχαίες λέξεις
Судопроизводство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διενέργεια, ενέργεια, διαδικασία, διαδικασίας, δίκης, διαδικασίες, διαδικασιών
Μεταφράσεις: διενέργεια, ενέργεια, διαδικασία, διαδικασίας, δίκης, διαδικασίες, διαδικασιών