Λέξη: τακτικός

Σχετικές λέξεις: τακτικός

τακτικός φορολογικός έλεγχος, τακτικός αριθμός, τακτικός προυπολογισμός 2013, τακτικός προυπολογισμός, τακτικός νυφικά, τακτικός στρατός, τακτικός έλεγχος, τακτικός διαγωνισμός, τακτικός προυπολογισμός 2012, τακτικός προγραμματισμός

Συνώνυμα: τακτικός

αμετακίνητος, πάγιος, σταθερός, μεθοδικός, νοσοκόμος, εύτακτος, κανονικός, τάξεως, ανελλιπής, ομαλός, μόνιμος, συμμετρικός, στρατηγικός

Μεταφράσεις: τακτικός

τακτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
regular, ordinal, tactical, steady, orderly

τακτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acompasado, regular, ordinario, normal, regulares, ordinario de

τακτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regulär, gleichmäßig, gewöhnlich, wahrhaft, ordentlich, gleichmäßiger, regelrecht, regelmäßig, regelgerecht, regelmäßigen, regelmäßige, regulären

τακτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vrai, standard, rangé, normal, habituel, mesuré, véritable, correct, régulier, ordinaire, régulière, régulièrement, réguliers

τακτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regolare, normale, regolari, regolarmente, periodica

τακτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pesar, saudades, regulamentar, regular, regulares, normal, regularmente, Ordinário

τακτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelijkmatig, geregeld, regelmatig, steevast, regelmatige, reguliere, gewone

τακτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обычный, размеренный, регулярность, заправский, планомерный, дежурный, правильный, регулярный, закономерный, штатный, систематический, рейсовый, бесперебойный, всегдашний, кадровый, обыкновенный, регулярное, регулярные, регулярная, официальный

τακτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regulær, regelmessig, vanlig, jevnlig, vanlige

τακτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regelmässig, vanlig, regelbunden, regelbundet, regelbundna, ordinarie

τακτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakio, tosi, varsinainen, ilmetty, säännöllinen, säännöllisesti, säännöllistä, säännöllisin, säännöllisen

τακτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regelmæssig, fast, regulær, regelmæssige, regelmæssigt, almindelig, en regelmæssig

τακτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
správný, řeholní, regulérní, pořádný, normální, obvyklý, pravidelný, pravidelné, pravidelná, pravidelnou, pravidelným

τακτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przepisowy, systematyczny, prawidłowy, normalny, foremny, regularny, istny, stały, regularne

τακτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerzetes, szabályos, rendes, rendszeres, rendszeresen, a rendszeres

τακτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzenli, normal, düzenli olarak, düzenli bir

τακτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
регульований, регулярний, регулярне, регулярного

τακτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rregullt, i rregullt, E rregullt, të rregullt, rregullta

τακτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
редовен, редовна, редовното, редовната, редовния

τακτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэгулярны

τακτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tavaline, korrapärane, regulaarne, regulaarselt, regulaarse, regulaarsete

τακτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
običan, uobičajen, regularan, stručan, uredne, regular, redovan, pravilan, redoviti

τακτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reglulega, venjulegur, regluleg, reglulegt, reglulegu

τακτικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ordinarius

τακτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolatinis, taisyklingas, reguliarus, nuolatinis vartotojas, reguliariai, įprastas

τακτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kārtns, pastāvīgs, regulārs, pareizs, regulāri, regulāra, regulāru, regulāras

τακτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
редовно, редовни, редовните, редовен, редовна

τακτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obişnuit, regulat, regulate, regulată, periodic, periodică

τακτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
redno, redni, redna, reden, rednega

τακτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pravidelný, pravidelné, pravidelného, pravidelne, pravidelnú
Τυχαίες λέξεις