Λέξη: ηλιόλουστος

Σχετικές λέξεις: ηλιόλουστος

ηλιόλουστος συνώνυμα

Συνώνυμα: ηλιόλουστος

ευήλιος, ηλιοφώτιστος

Μεταφράσεις: ηλιόλουστος

ηλιόλουστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sunny, a sunny

ηλιόλουστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soleado, soleada, asoleado, nublado, sol

ηλιόλουστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
froh, sonnig, heiter, vergnügt, sonnigen, sonnige, Sunny, sonniger

ηλιόλουστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gai, serein, ensoleille, ensoleillé, solaire, joyeux, ensoleillée, Légèrement nuageux, soleil

ηλιόλουστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lieto, soleggiato, aprico, giocondo, solatio, soleggiata, sole, di sole, Sereno

ηλιόλουστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alegre, jovial, festivo, ensolarado, ensolarada, sol, de sol, soalheiro

ηλιόλουστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgewekt, zonnig, vrolijk, zonnige, het zonnige, zon

ηλιόλουστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
солнечный, радостный, веселый, Sunny, солнечная, солнечно, солнечное

ηλιόλουστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sunny, solrik, solrikt, solfylte, solfylt

ηλιόλουστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
solig, soligt, soliga, sol

ηλιόλουστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hilpeä, iloinen, aurinkoinen, aurinkoisella, aurinkoista, aurinkoisessa, sunny

ηλιόλουστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
solrig, solrige, solrigt, sunny, det solrige

ηλιόλουστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
veselý, slunečný, jasný, radostný, slunečno, slunný, sunni, slunné

ηλιόλουστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słoneczny, pogodny, sunny, słoneczne, słonecznie

ηλιόλουστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
napos, napfényes, napsütéses, napsütötte, napsütés

ηλιόλουστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
neşeli, şen, güneşli, güneşli bir, sunny, güneşli yer

ηλιόλουστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сонячний, радісний, веселий, сонячне, сонячного

ηλιόλουστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me diell, Sunny, diell, Bregu, Bregu i

ηλιόλουστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слънчево, слънчев, слънчева, слънчевия, Слънчевият

ηλιόλουστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сонечны, сонечнае, солнечный

ηλιόλουστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
päikseline, päikesepaisteline, päikeseline, Sunny, päikesepaistelisel

ηλιόλουστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sunčanoj, sunčani, sunca, sunčan, sunčano, sunčana, sunčane

ηλιόλουστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sólríka, sólskin, sólríkt, sólríkum, sól

ηλιόλουστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
saulėtas, Sunny, saulėta, Giedra, skaisti

ηλιόλουστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saulains, saulaina, saulainā, Saulainais, saulainu

ηλιόλουστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сончево, сончеви, сончев, Сончевиот, Sunny

ηλιόλουστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vesel, însorit, însorită, soare, insorita

ηλιόλουστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sončen, sončno, sončna, sončni, Prelep sončen

ηλιόλουστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slnečno, slnečný, slnečné svetlo
Τυχαίες λέξεις