Сушить στα ελληνικά
Μετάφραση: сушить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυροβολώ, πυρκαγιά, φωτιά, οχετός, ξηρός, ξεραίνω, χυμός, απολύω, ζουμί, στεγνός, στραγγίζω, αέρας, εξαντλώ, ατμόσφαιρα, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиатор στα ελληνικά - αεροπόρος, αεροπόρο, αεροπόρου, αεροπόρων, aviator
- аномальный στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
- антибиоз στα ελληνικά - αντιβίωση, αντιβιώσεως, την αντιβίωση, αντιβίωση και
- бытие στα ελληνικά - ύπαρξη, όν, οντότητα, είναι, να, να είναι, που είναι
Τυχαίες λέξεις
Сушить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυροβολώ, πυρκαγιά, φωτιά, οχετός, ξηρός, ξεραίνω, χυμός, απολύω, ζουμί, στεγνός, στραγγίζω, αέρας, εξαντλώ, ατμόσφαιρα, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Μεταφράσεις: πυροβολώ, πυρκαγιά, φωτιά, οχετός, ξηρός, ξεραίνω, χυμός, απολύω, ζουμί, στεγνός, στραγγίζω, αέρας, εξαντλώ, ατμόσφαιρα, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή