Λέξη: αποθήκη

Σχετικές λέξεις: αποθήκη

αποθήκη ηλιούπολη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη κήπου, αποθήκη english, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη ενοικίαση, αποθήκη θέατρο, αποθήκη χαρτικών, αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, αποθήκη παπούτσια

Συνώνυμα: αποθήκη

μεγάλο δοχείο, κελάρι, κατάστημα, στοκ, μαγαζί, μέγα ποσό, παρακαταθήκη, θόλος, κρύπτη, υπόγειο, πήδημα, κάβα, αποθήκευση, ενοίκιο αποθηκεύσεως, αμπάρι, θεματοφυλάκιο, χώρος φύλαξης, ταμείο

Μεταφράσεις: αποθήκη

αποθήκη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
repository, warehouse, storeroom, storehouse, store, storage

αποθήκη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
depósito, almacén, bodega, almacén de, almacenes

αποθήκη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lager, lagerhalle, lagerhaus, aufbewahrungsort, depot, warendepot, behälter, Lager, Lagerhaus, Warehouse

αποθήκη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entrepôt, reposée, stocker, magasin, stock, hangar, dépôt, entrepôts, l'entrepôt

αποθήκη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
magazzino, deposito, magazzini, warehouse, del magazzino

αποθήκη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guerra, depósito, armazém, loja, entreposto, warehouse, armazém de

αποθήκη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
warenhuis, afzetting, deposito, pakhuis, magazijn, opslagplaats, magazijn in, warehouse

αποθήκη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
слог, вместилище, тот, могильник, склад, склеп, хранилище, пакгауз, амбар, состав, склада, складской, складом, складской комплекс

αποθήκη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lager, lageret, varehus, lagerbygning

αποθήκη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lager, magasin, lagra, avlagring, deponera, fyndighet, insättning, lagret, ager, lagerlokal

αποθήκη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varasto, sakka, kerrostuma, talletus, varaston, varastoon, varastossa, varastosta

αποθήκη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lager, lageret, oplag, pakhus, frilager

αποθήκη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sklad, skladiště, depozitář, krám, skladovat, skladu, skladové, skladů

αποθήκη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
magazynier, zbiornik, składnica, hurtownia, magazynować, skład, przechowalnia, magazyn, repozytorium, magazynowy, magazynu, hurtowni

αποθήκη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
raktárépület, depó, raktár, raktárból, raktárban, raktári, raktárunkba

αποθήκη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ambar, depo, Warehouse, ambarı, antrepo

αποθήκη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виробу, вироби, товари, заспокійливий, спокійний, склад, складське устаткування, складське, складу

αποθήκη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
depo, magazinë, Depoja, depo të, magazina

αποθήκη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
склад, складова, склада, складове

αποθήκη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магазын, склад

αποθήκη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
panipaik, hauakamber, hoidla, hooldus, ladu, laost, lattu, laos, lao

αποθήκη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skladišta, skladištenje, nosilac, spremište, sklonište, stovarište, magazin, skladište, Warehouse, galerija, skladištu

αποθήκη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vörugeymsla, vöruhús, lager

αποθήκη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sandėlis, sandėlio, sandėliavimo, sandėlių, sandėlį

αποθήκη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noliktava, noliktavas, noliktavu, noliktavā, preču noliktava

αποθήκη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
магацин, складиште, магацински, склад, магацинот

αποθήκη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
depozit, depozitul, antrepozit, depozite, de depozitare

αποθήκη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skladišče, sklad, skladišča, skladišču, Warehouse, za skladišča

αποθήκη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sklad, sklade, skladu

Στατιστικά δημοτικότητας: αποθήκη

Τυχαίες λέξεις