Сформовать στα ελληνικά

Μετάφραση: сформовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μούχλα, Sformovat
Сформовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виртуальный στα ελληνικά - εικονική, εικονικό, εικονικές, εικονικής, εικονικά
  • всемерный στα ελληνικά - κάθε, vsemerny
  • генуэзец στα ελληνικά - Γενουάτες, Γενουατών, Γενοβέζους, Γενοβέζοι, Γενουατική
  • дядька στα ελληνικά - θείος, θείο, ο θείος, θείου, το θείο
Τυχαίες λέξεις
Сформовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μούχλα, Sformovat