Сцепление στα ελληνικά

Μετάφραση: сцепление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβατικός, προσκόλληση, απομόνωση, κλώσημα, πιάνω, αρπάζω, συνοχή, ειρμός, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών
Сцепление στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бомбометатель στα ελληνικά - βομβιστής, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
  • вешний στα ελληνικά - αναπηδώ, άνοιξη, εκτινάσσομαι, εαρινός, εαρινή, εαρινής, η εαρινή, ...
  • горизонтально στα ελληνικά - οριζόντια, οριζοντίως, σε οριζόντια, οριζόντιο, οριζόντια θέση
  • желобок στα ελληνικά - εντομή, διοχετεύω, αυλακώνω, αυλός, ρείθρο, αυλάκι, φλάουτα, ...
Τυχαίες λέξεις
Сцепление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβατικός, προσκόλληση, απομόνωση, κλώσημα, πιάνω, αρπάζω, συνοχή, ειρμός, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών