Сыщик στα ελληνικά
Μετάφραση: сыщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστυνόμος, γρύλος, αστυφύλακας, ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алкалоид στα ελληνικά - αλκαλοειδές, αλκαλοειδούς, αλκαλοειδών, αλκαλοειδή, αλκαλοειδές που
- внесудебный στα ελληνικά - εξώδικες, εξωδικαστικές, εξωδίκων, εξώδικων, εξωδικαστικών
- вощить στα ελληνικά - κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
- всматриваться στα ελληνικά - περιεργάζομαι, ομότιμος, όμοιος, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Сыщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστυνόμος, γρύλος, αστυφύλακας, ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός
Μεταφράσεις: αστυνόμος, γρύλος, αστυφύλακας, ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός