Λέξη: αεροζόλ
Σχετικές λέξεις: αεροζόλ
αεροζόλ ορισμός, αεροζόλ 220gr, γεννήτρια αεροζόλ
Μεταφράσεις: αεροζόλ
αεροζόλ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aerosol, aerosols, dispenser, dispensers, the aerosol
αεροζόλ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aerosol, de aerosol, aerosoles, en aerosol, de aerosoles
αεροζόλ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aerosol, Sprühdose, Aerosol, Aerosols
αεροζόλ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aérosol, aérosols, d'aérosol, en aérosol, l'aérosol
αεροζόλ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aerosol, di aerosol, dell'aerosol, spray, aerosolterapia
αεροζόλ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aerossol, de aerossol, aerosol, aerossóis, de aerossóis
αεροζόλ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aërosol, aerosol, spuitbus, spuitbussen, aërosols
αεροζόλ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аэрозоль, аэрозоля, аэрозолей, аэрозольный, аэрозольного
αεροζόλ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aerosol, spray, aerosolen, aerosoler
αεροζόλ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aerosol, aerosolen, aerosoler, aerosolbehållare, aerosolbehållaren
αεροζόλ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suihke, suihkepullo, aerosoli, aerosolin, aerosolien, aerosoleja, aerosolia
αεροζόλ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aerosol, aerosoler, aerosolen, aerosol-
αεροζόλ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aerosol, aerosolu, aerosolový, aerosolové, aerosolem
αεροζόλ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aerozol, aerosol, aerozolu, aerozolowy, w aerozolu
αεροζόλ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aeroszol, aerosol, aeroszolos, aeroszolt, aeroszolok
αεροζόλ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aerosol, sprey, aeresol, bir aerosol
αεροζόλ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аерозоль
αεροζόλ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aerosol, e aerosol, aerosolik, aerosoli
αεροζόλ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аерозол, аерозола, аерозолен, аерозолна, аерозолно, аерозолната
αεροζόλ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аэразоль, Аэразоль Галіна, аэрозоль, рэчыва ў, рэчыва ў распыленым
αεροζόλ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aerosool, aerosooli, aerosoolide, aerosoolina, aerosol
αεροζόλ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aerosol, aerosola, aerosolni, aerosolnog, aerosolna
αεροζόλ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Úðinn, úðabrúsa, loftúða, loftúði, Loftúðinn
αεροζόλ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aerozolio, aerozolis, aerozolių, aerozolinės, aerozolį
αεροζόλ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aerosols, aerosola, aerosolu, aerosol, aerosolterapijas
αεροζόλ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аеросол, аеросолна, аеросолни, аеросолните, аеросоли
αεροζόλ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aerosol, aerosoli, de aerosoli, de aerosol, cu aerosoli
αεροζόλ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aerosol, aerosola, aerosolni, aerosolno, aerosolna
αεροζόλ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aerosól, aerosol, aerosóly
Τυχαίες λέξεις