Таксировать στα ελληνικά

Μετάφραση: таксировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμή, προβληματίζω, αναλογία, φορολογώ, φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική
Таксировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безошибочно στα ελληνικά - ακριβέστατα, ακρίβεια, με ακρίβεια, επακριβώς, ακριβή, ακριβώς
  • бросание στα ελληνικά - προβολή, εξακοντίζω, πετώ, κούνια, υπολογισμός, βολή, πέταγμα, ...
  • германец στα ελληνικά - Τευτώνας, Τευτών, Γερμανός, Teuton, Τευτόνων
  • жернов στα ελληνικά - ακόνι, μυλόπετρα, μυλόπετρας, millstone, θηλιά, μυλόλιθος
Τυχαίες λέξεις
Таксировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμή, προβληματίζω, αναλογία, φορολογώ, φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική