Тактично στα ελληνικά
Μετάφραση: тактично, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλωματικότητα, διακριτικά, διακριτικότητα, με διακριτικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анабаптист στα ελληνικά - Αναβαπτιστών, των Αναβαπτιστών
- боеприпасы στα ελληνικά - εξοπλισμός, πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
- боливийский στα ελληνικά - Βολιβίας, της Βολιβίας, Βολιβιανός, Βολιβιανό, βολιβιανή
- виллан στα ελληνικά - δουλοπάροικος
Τυχαίες λέξεις
Тактично στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλωματικότητα, διακριτικά, διακριτικότητα, με διακριτικότητα
Μεταφράσεις: διπλωματικότητα, διακριτικά, διακριτικότητα, με διακριτικότητα