Тампон στα ελληνικά
Μετάφραση: тампон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στουπί, φιτίλι, σφουγγαρίστρα, θρυαλλίδα, σφουγγαρίζω, πατσαβούρα, μάκτρο, στυλεό, τολύπιο, στειλεό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бином στα ελληνικά - διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
- вздох στα ελληνικά - αναστεναγμός, αναπνοή, αναστενάζω, ανάσα, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό
- гипнотерапия στα ελληνικά - υπνοθεραπεία, hypnotherapy, υπνοθεραπείας, η υπνοθεραπεία, την υπνοθεραπεία
- грубить στα ελληνικά - λέω, είναι, να είναι, να, ήταν
Τυχαίες λέξεις
Тампон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στουπί, φιτίλι, σφουγγαρίστρα, θρυαλλίδα, σφουγγαρίζω, πατσαβούρα, μάκτρο, στυλεό, τολύπιο, στειλεό
Μεταφράσεις: στουπί, φιτίλι, σφουγγαρίστρα, θρυαλλίδα, σφουγγαρίζω, πατσαβούρα, μάκτρο, στυλεό, τολύπιο, στειλεό