Твердить στα ελληνικά
Μετάφραση: твердить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρίζομαι, επαναλαμβάνω, αποδεικνύω, επιμένω, κατηγορώ, διεκδικώ, επικυρώνω, υποστηρίζω, βεβαιώνω, κράτος, κρατίδιο, διαβεβαιώνω, πιστοποιώ, άρπα, άρπα σε, εμμένουμε στο, επανέλθω σ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиатрасса στα ελληνικά - διαδρομή, οδός, διαδρομής, οδό, οδού
- гномический στα ελληνικά - gnomic, χειρόγραφα γνωμικού, Η Gnomic
- едок στα ελληνικά - καταναλωτής, τρώγων, τρώει, eater, τρώγοντες, τρώγοντα
- жалуется στα ελληνικά - καταγγέλλει, παραπονιέται, προσάπτει, διαμαρτύρεται, παραπονείται
Τυχαίες λέξεις
Твердить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρίζομαι, επαναλαμβάνω, αποδεικνύω, επιμένω, κατηγορώ, διεκδικώ, επικυρώνω, υποστηρίζω, βεβαιώνω, κράτος, κρατίδιο, διαβεβαιώνω, πιστοποιώ, άρπα, άρπα σε, εμμένουμε στο, επανέλθω σ
Μεταφράσεις: ισχυρίζομαι, επαναλαμβάνω, αποδεικνύω, επιμένω, κατηγορώ, διεκδικώ, επικυρώνω, υποστηρίζω, βεβαιώνω, κράτος, κρατίδιο, διαβεβαιώνω, πιστοποιώ, άρπα, άρπα σε, εμμένουμε στο, επανέλθω σ