Творить στα ελληνικά
Μετάφραση: творить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθύνω, δουλεύω, κανόνας, λειτουργώ, προχωρώ, εγχειρίζω, δημιουργώ, δουλειά, βασιλεύω, τρέχω, αποφασίζω, λειτουργία, πράξη, εργασία, δεξίωση, εργάζομαι, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессмысленность στα ελληνικά - ανοησία, κουφότης, κουφότητα
- вмешаться στα ελληνικά - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
- газовщик στα ελληνικά - Gasman
- завладеть στα ελληνικά - κατάσχω, καταλαμβάνω, να αναλάβει, να αναλάβουν, για να αναλάβει, να αναλάβει την, ανάληψης
Τυχαίες λέξεις
Творить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθύνω, δουλεύω, κανόνας, λειτουργώ, προχωρώ, εγχειρίζω, δημιουργώ, δουλειά, βασιλεύω, τρέχω, αποφασίζω, λειτουργία, πράξη, εργασία, δεξίωση, εργάζομαι, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει
Μεταφράσεις: ιθύνω, δουλεύω, κανόνας, λειτουργώ, προχωρώ, εγχειρίζω, δημιουργώ, δουλειά, βασιλεύω, τρέχω, αποφασίζω, λειτουργία, πράξη, εργασία, δεξίωση, εργάζομαι, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει