Λέξη: ώμος
Σχετικές λέξεις: ώμος
ωμός συνώνυμα, ωμός αγγλικα, παγωμένος ωμός, ωμός στα αγγλικα, ομως βικιλεξικο, ωμός κιμάς, ωμός σολωμός, ωμός καφές, ωμός συνωνυμα
Συνώνυμα: ώμος
άωρος, ακατέργαστος, άξεστος, άψητος, βάναυσος, κακόγουστος, άτεχνος
Μεταφράσεις: ώμος
ώμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
raw, crude, eating, blunt
ώμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crudo, bronco, rudo, primitivo, tosco, bruto, prima, cruda, primas
ώμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
öl, derb, erdöl, unbearbeitet, grob, primitive, roh, rohöl, primitiv, original, rohen, rohe, Roh-, raw
ώμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rigoureux, austère, cru, vulgaire, grossier, pétrole, âpre, dur, brut, rude, rugueux, sensible, sévère, écru, primitif, première, premières, brute
ώμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
greggio, primitivo, grezzo, rozzo, crudo, prima, prime
ώμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rude, petróleo, tosco, cru, agreste, electrizar, grosseiro, bronco, bruto, em bruto, crua
ώμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbehouwen, rauw, onbewerkt, petroleum, onkies, hardhandig, primitief, ruw, grof, cru, snauwerig, lomp, bot, olie, ruig, ruwe, rauwe, grondstoffen
ώμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аляповатый, естественный, природный, невыделанный, непродуманный, непропеченный, необработанный, доморощенный, недоваренный, промозглый, неочищенный, малограмотный, грубый, недожаренный, резкий, кислый, сырье, сырой, сырья, сырые, сырьевой
ώμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grov, rå, rått, raw, råvarer, ubehandlet
ώμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grov, rå, plump, råa, obehandlad, raw
ώμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rietas, hienostumaton, kolea, karkea, raaka, kiviöljy, käsittelemätön, alkeellinen, alkukantainen, öljy, hiomaton, kalsea, raakaöljy, kehittymätön, kolkko, jalostamaton, raaka-
ώμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rå, råsukker, råt, ufortyndede, raa
ώμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hrubý, drsný, primitivní, nezpracovaný, surový, vulgární, syrový, syrové, raw, surová
ώμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wulgarny, surowy, brutalny, srogi, szorstki, prymitywny, niewyrobiony, surowego, surowe, raw, surowej
ώμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feldolgozatlan, finomítatlan, zord, mosatlan, kikészítetlen, nyers, a nyers, nyersanyagok, nyersanyag, nyersen
ώμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilkel, ham, kaba, basit, çiğ, hammaddeler, hammadde, raw
ώμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кричущий, непродуманий, неочищений, вогкий, сирій, сировину, сировина, сировині, сировини
ώμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
papjekur, i gjallë, papërpunuara, të papërpunuara, të para, e parë
ώμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нефт, суров, сурова, сурово, сурови, суровото
ώμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сыравіну, сыравіна, сыравіне
ώμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toornafta, toores, tooraine, töötlemata, raw, toor
ώμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prijesan, sirov, nekuhan, obični, nepošten, sirovi, sirovo, sirove, sirovog
ώμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrár, hrátt, hráefni, hrá, hráar
ώμος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rudis, crudus
ώμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nafta, jautrus, žalias, žaliavos, žaliavinio, žaliava, žaliavinis
ώμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sāpīgs, jutīgs, nafta, neapstrādāts, izejviela, neapstrādāta, neapstrādātas, neapstrādātu
ώμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суровини, сурови, суровини и, сурова, сурово
ώμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
primitiv, brut, sensibil, crud, prime, primă, prima
ώμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
surov, surova, surovo, raw, surovi
ώμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezapracovaný, vlhký, nezahojený, syrový, hrubý, sprostý, surový, surové, čerstvý, surových
Τυχαίες λέξεις