Тезаврировать στα ελληνικά
Μετάφραση: тезаврировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόθεμα, κομπόδεμα, tezavrirovat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амортизация στα ελληνικά - φορώ, σχίζω, σκίζω, εξαγορά, λύτρωση, δάκρυ, υποτίμηση, ...
- багрянец στα ελληνικά - μωβ, πορφυρό, μοβ, πορφυρή, πορφυρού
- вступить στα ελληνικά - μπαίνω, βαδίζω, μάρτιος, ενώνω, κατατάσσομαι, συνδέω, εισέρχομαι, ...
- диско στα ελληνικά - ντίσκο, disco, ντισκοτέκ
Τυχαίες λέξεις
Тезаврировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόθεμα, κομπόδεμα, tezavrirovat
Μεταφράσεις: απόθεμα, κομπόδεμα, tezavrirovat