Терм στα ελληνικά
Μετάφραση: терм, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίμηνο, όρος, διορία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вкрапливать στα ελληνικά - πασπαλίζω, πασπάλισμα, ραντίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
- выкрутить στα ελληνικά - στύβω, στροφή, καμπή, πλοκή, στραμπουλίζω, ξεβιδώστε, ξεβιδώσει, ...
- дезертирство στα ελληνικά - αποσκίρτηση, αποστασία, λιποταξία, εγκατάλειψη, λιποταξίας, εγκατάλειψης, ερήμωση
- додуматься στα ελληνικά - φθάνω, φτάνω, υποθέτω, εικασία, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Τυχαίες λέξεις
Терм στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίμηνο, όρος, διορία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Μεταφράσεις: τρίμηνο, όρος, διορία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας