Λέξη: μακρύς

Σχετικές λέξεις: μακρύς

μακρύσ γιαλόσ ζάκυνθοσ, μακρύσ τοίχοσ ν κυδωνία ν χανίων, μακρύς γιαλός κρήτη, μακρύσ γιαλόσ, μακρύς βαρύς χειμώνας, μακρύς καιρός κοντεύει, μακρύς κλίση, μακρύς γιαλός – ιεράπετρα, μακρύς συνώνυμα, μακρύς γιαλός κεφαλονιά

Συνώνυμα: μακρύς

χρόνιος, μάκρος, επιμήκης

Μεταφράσεις: μακρύς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
long, a long, long one, a long one
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
largo, larga, a largo, tiempo, mucho
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lang, weitsichtig, begehren, verlangen, weit, sehnen, lange, langen, langer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
convoiter, longtemps, long, désirer, vaste, longuement, prévoyant, envier, longue, à long, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bramare, lungo, lunga, a lungo, tempo, lunghi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
longo, comprido, só, longa, tempo, a longo, de longo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lang, lange, op lange, de lange, langere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продолговатый, обширный, длительный, давно, брюки, стремиться, скучный, медлительный, долго, долголетний, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lang, lenge, lange, langt, dyp
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lång, länge, långa, långt, längre
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pitkällinen, pitkään, mittainen, ikävöidä, pitkä, kauan, pitkän, pitkällä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lang, sid, længe, lange, langt, længere
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dychtit, toužit, zdlouhavý, dlouze, dávno, dlouho, dlouhý, dlouhé, dlouhá, dlouhou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
długowieczny, stęsknić, długowłosy, pragnąć, długoletni, dawno, podróż, długo, kalesony, tęsknić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hosszú, hosszasan, hossz, a hosszú, amíg, hosszabb, sokáig
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzun, uzak, uzun bir, kadar, uzunluğunda
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самотній, сумовитий, довго
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjatë, i gjatë, kohë, të gjatë, e gjatë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дълго, дългосрочен, дълъг, дълга, отдавна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
доугi, доўга
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pikk, igatsema, kaua, pikka, pika
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dugim, dugo, čeznuti, dugačak, duga, dug, duge
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
langur, langt, lengi, löngu, lengri, langan
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
longus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ilgai, ilgas, kol, ilgą, ilgio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tāls, garš, ilgi, sen, ilgu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
долг, долго, долги, долга, додека
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lung, mult, mult timp, adâncime, de lungă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dolg, dolgo, dolgi, dolge, dolga
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dlhý, dlho, dlho pred

Στατιστικά δημοτικότητας: μακρύς

Τυχαίες λέξεις