Λέξη: σύγκρουση
Σχετικές λέξεις: σύγκρουση
σύγκρουση βασιλέων pdf download, σύγκρουση βασιλέων ebook free, σύγκρουση καθηκόντων, σύγκρουση συνώνυμα, σύγκρουση βασιλέων pdf, σύγκρουση των πολιτισμών, σύγκρουση βασιλέων, σύγκρουση βασιλέων free download, σύγκρουση μηχανής με 220 χλμ, σύγκρουση συμφερόντων
Συνώνυμα: σύγκρουση
κλαγγή, κρότος, συμπλοκή, σύρραξη, δυστύχημα, σπάσιμο, βρόντος, τρακάρισμα, συντριβή, σύνθλιψη, συνωστισμός, χυμός φρούτων, εξουδετερώτης, προφυλακτήρας, στιλβώτρο, ρυθμιστής, αντίθεση, διαμάχη, πάλη, αντίκρουση, κρούση, τίναγμα, κτύπημα, πλήξη
Μεταφράσεις: σύγκρουση
σύγκρουση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
collision, impact, conflict, clash, crash
σύγκρουση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impacto, choque, encontrón, influencia, colisión, tope, conflicto, conflictos, los conflictos, de conflictos, el conflicto
σύγκρουση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beeinflussung, aufprall, auswirkung, karambolage, beeinflussen, anschlag, stoß, beaufschlagung, kollision, einwirkung, einschlag, Konflikt, Konflikts, Konflikten
σύγκρουση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affecter, secousse, impact, carambolage, action, accrochage, effet, coup, percussion, tamponnement, influencer, ascendant, influence, rencontre, heurt, portée, conflit, conflits, les conflits, un conflit, des conflits
σύγκρουση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
urto, collisione, influsso, impatto, scontro, conflitto, conflitti, dei conflitti, il conflitto, di conflitto
σύγκρουση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colisão, conflito, conflitos, de conflitos, o conflito, conflito de
σύγκρουση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontroeren, treffen, botsing, aandoen, bewegen, beïnvloeden, aanvaring, aanrijding, invloed, conflict, strijd, conflicten, van conflicten, het conflict
σύγκρουση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
толчок, удар, коллизия, соударение, уплотнять, импульс, воздействие, разногласие, влияние, столкновение, стычка, противоречие, схватка, конфликт, конфликта, конфликтов, конфликты, конфликтом
σύγκρουση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påvirke, innvirkning, konflikt, konflikten, konflikter
σύγκρουση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inflytande, kollision, konflikt, konflikten, konflikter
σύγκρουση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakata, liikuttaa, vioittaa, kolari, ahtaa, sysäys, vaikuttaa, törmäys, koskea, vaikutus, tälli, konflikti, konfliktin, konfliktien, konfliktiin, ristiriita
σύγκρουση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konflikt, konflikten, konflikter, strid
σύγκρουση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nápor, náraz, kolize, vliv, úder, dopad, následek, srážka, účinek, konflikt, konfliktu, konfliktů, střet, střetu
σύγκρουση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wpływ, uderzenie, działanie, kolizja, starcie, zderzenie, oddziaływanie, konflikt, konfliktu, konfliktów, konfliktom, konflikty
σύγκρουση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
becsapódás, behatás, összeütközés, viszály, konfliktus, konfliktusok, konfliktust
σύγκρουση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çarpışma, çarpma, çatışma, çakışma, çatışması, çakışması, uyuşmazlık
σύγκρουση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зіткнення, нащадок, протиріччя, суперечність, сутичка, конфлікт, конфлікту
σύγκρουση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konflikt, konflikti, konflikti i, konflikt i, e konflikteve
σύγκρουση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удар, конфликт, конфликти, на конфликти, конфликта, противоречие
σύγκρουση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канфлікт
σύγκρουση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kollisioon, mõju, kokkupõrge, põrge, löök, konflikt, konflikti, konfliktide, vastuolus, vastuolu
σύγκρουση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavjera, sabiti, dodir, odskok, učinak, sudar, udarac, utjecaja, sukob, sukoba, konflikt, sukobu, sukobi
σύγκρουση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árekstur, átök, átökin, átökum, stangast, stangast á
σύγκρουση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
offensus
σύγκρουση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konfliktas, konfliktų, konflikto, konfliktą, konfliktai
σύγκρουση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sadursme, konflikts, konfliktu, konflikta, kolīziju, konflikti
σύγκρουση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конфликт, конфликтот, конфликти, судир, на конфликти
σύγκρουση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coliziune, conflict, conflictelor, conflictului, conflictul, conflicte
σύγκρουση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
účinek, vliv, konflikt, konfliktov, spor, sporov, konflikta
σύγκρουση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vliv, účinok, dopad, náraz, konflikt, konfliktu, konflikty, konflikte