Терять στα ελληνικά
Μετάφραση: терять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πετώ, αποβάλλω, ρίξιμο, παράγκα, καλύβα, βολή, χάνω, επιτελείο, χάνουν, χάσετε, χάσουν, να χάσουν, χάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспристрастный στα ελληνικά - ακόμα, νεκρό, ειλικρινής, ουδέτερος, απρόσωπος, δικαστικός, ξανθός, ...
- вечеря στα ελληνικά - δείπνο, Δείπνος, Δείπνου, Μυστικός Δείπνος, Μυστικό Δείπνο
- восстанавливать στα ελληνικά - ξαναρχίζω, μειώνω, προβαίνω, αναζωογονώ, αποκαθιστώ, προχωρώ, αναβιώνω, ...
- гортанный στα ελληνικά - λαρυγγικός, τραχύς, βραχνός, λαρύγγι, βραχνή
Τυχαίες λέξεις
Терять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πετώ, αποβάλλω, ρίξιμο, παράγκα, καλύβα, βολή, χάνω, επιτελείο, χάνουν, χάσετε, χάσουν, να χάσουν, χάσει
Μεταφράσεις: πετώ, αποβάλλω, ρίξιμο, παράγκα, καλύβα, βολή, χάνω, επιτελείο, χάνουν, χάσετε, χάσουν, να χάσουν, χάσει