Тиканье στα ελληνικά

Μετάφραση: тиканье, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τικ, ωρολογιακή, χτυπάει, σημειώνοντας, περνά, επιλέγοντας
Тиканье στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бархатный στα ελληνικά - βελούδο, βελούδινο, βελούδινη, βελούδινα, βελούδινες
  • взаимозаменяемый στα ελληνικά - παρόμοιος, εναλλάξιμα, εναλλάξιμες, εναλλάξιμο, ανταλλάξιμες, εναλλάξιμων
  • всхлипывать στα ελληνικά - λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς
  • гуще στα ελληνικά - παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Τυχαίες λέξεις
Тиканье στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τικ, ωρολογιακή, χτυπάει, σημειώνοντας, περνά, επιλέγοντας