Λέξη: υπονοώ

Σχετικές λέξεις: υπονοώ

υπονοώ ορισμος, υπονοώ συνώνυμα, υπονοώ ετυμολογια, υπονοώ συνωνυμο, υπονοώ ή υπονοώ, υπονοώ english, υπονοώ στα αγγλικα

Συνώνυμα: υπονοώ

συνεπάγομαι, σημαίνω, υπαινίσσομαι

Μεταφράσεις: υπονοώ

υπονοώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
imply, am implying, I am implying

υπονοώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
implicar, implica, implicaría, implican, implicará

υπονοώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedeuten, belasten, beschuldigen, implizieren, bedeutet, impliziert

υπονοώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contenir, insinuer, impliquer, renfermer, sous-entendre, embrasser, signifier, suggérer, comprendre, implique, impliquerait, impliquent, laisser entendre

υπονοώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insinuare, implicare, implica, implicano, comportare, implicherebbe

υπονοώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
implique, pedir, implicar, sugerir, significar, implica, implicam

υπονοώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
impliceren, insluiten, impliceert, betekenen, wijze, inhouden

υπονοώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
намекнуть, думать, подразумевать, предполагать, значить, намекать, означать, подразумевает, подразумевают

υπονοώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innebære, antyde, innebærer, tilsi, bety

υπονοώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antyda, antyder, innebär, innebära, medföra

υπονοώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edellyttää, johtaa, seurata, merkitä, merkitse, merkitse sitä

υπονοώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indebære, indebærer, medføre, betyde

υπονοώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
implikovat, naznačit, zahrnovat, obsahovat, naznačovat, znamenat, znamenalo

υπονοώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawierać, implikować, insynuować, mieścić, sugerować, oznaczać, implikuje

υπονοώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jelent, utal, jelenti, jelenti azt

υπονοώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
demek, anlamına, ima, göstermez, işaret etmektedir

υπονοώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
просити, благати, увазі, на увазі, розуміти, мати на увазі, припускати

υπονοώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nënkuptoj, lë të kuptohet, nënkupton, thotë, nënkuptojnë, të thotë

υπονοώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предполага, предполагат, означавало, означава

υπονοώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мець на ўвазе, на ўвазе, ўвазе, разумець

υπονοώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tähendama, tähenda, tähendada, tähendaks

υπονοώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukazati, značiti, uključivati, podrazumijevaju, podrazumijeva, impliciraju, implicira, znače

υπονοώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gefa til kynna, fela, kynna, í sér, fela í sér

υπονοώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikšti, reiškia, nereiškia, reikštų

υπονοώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nozīmēt, nozīmētu, nenozīmē

υπονοώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имплицираат, подразбираат, значи, имплицира, значат

υπονοώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
implica, implică, presupune, implice, presupun

υπονοώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pomeni,, pomeni, pomenilo, pomenijo, pomenila

υπονοώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zahrňovať, začleňovať, naznačovať, znamenať, poukazovať, poukazovať na, indikovať
Τυχαίες λέξεις