Ткачиха στα ελληνικά
Μετάφραση: ткачиха, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφαντής, weaver, υφαντή, υφάντρα, υφαντουργική επιχείρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- базовый στα ελληνικά - ευτελής, βάθρο, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
- виновник στα ελληνικά - δράστης, φταίχτης, εφευρέτης, συγγραφέας, ένοχος, ένοχο, υπαίτιος, ...
- выметать στα ελληνικά - σκουπίζω, καμπύλη, σαρώνω, σκούπισμα, σάρωσης, σάρωση, σαρώσεως, ...
- диана στα ελληνικά - Diana, Νταϊάνα, Ντιάνα, την Diana, Αρτέμιδος
Τυχαίες λέξεις
Ткачиха στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφαντής, weaver, υφαντή, υφάντρα, υφαντουργική επιχείρηση
Μεταφράσεις: υφαντής, weaver, υφαντή, υφάντρα, υφαντουργική επιχείρηση