Υφαντής στα ρωσικά

Μετάφραση: υφαντής, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ткач, ткачиха, Уивер, Weaver, ткача
Υφαντής στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υφαντής

υφαντής αθανάσιος, υφαντής θέρμανση, υφαντής δημήτρης, υφαντής υδραυλικά, υφαντής άλογο, υφαντής λεξικό γλώσσας ρωσικά, υφαντής στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • υφήλιος στα ρωσικά - мировоззрение, свет, глобус, вселенная, пуля, пустошь, общественность, ...
  • υφαίνω στα ρωσικά - выткать, ткать, сплетать, сплести, наплести, извиваться, вить, ...
  • υφηγητής στα ρωσικά - преподаватель, дьяк, докладчик, лектор, лектором, преподавателем, доцент
  • υφιστάμενος στα ρωσικά - подчинять, подчинить, юниор, молодой, несовершеннолетний, младший, адъюнкт, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφαντής στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: ткач, ткачиха, Уивер, Weaver, ткача