Λέξη: μασάζ

Σχετικές λέξεις: μασάζ

μασάζ shiatsu, μασάζ ποδιών, μασάζ προσφορές, μασάζ κυτταρίτιδας, μασάζ στα πόδια, μασάζ προσώπου, μασάζ για κυτταρίτιδα, μασάζ πλάτης, μασάζ για εγκύους, μασάζ κατά της κυτταρίτιδας

Συνώνυμα: μασάζ

εντριβή, τρίψιμο

Μεταφράσεις: μασάζ

μασάζ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
massage, massages, massaging, a massage

μασάζ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
masaje, amasar, masajes, de masaje, de masajes, masaje de

μασάζ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
massieren, massage, Massage, Massagen

μασάζ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
massage, frictionner, pétrir, malaxer, masser, massages, de massage, massage de, le massage

μασάζ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
massaggiare, massaggio, massaggi, di massaggio, il massaggio, da massaggio

μασάζ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
massa gear, massagem, de massagem, massagens, massage, a massagem

μασάζ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
masseren, massage, massages, massage-, massageservice

μασάζ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
муссировать, массаж, растирание, массировать, массажа, массажный, массажно

μασάζ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
massere, massasje, massasje-, massasje på

μασάζ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
massage, massage-, massagen

μασάζ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hangata, hieronta, hieroa, hierontaa, hieronta-, hieronnasta

μασάζ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
massage, massage-, Massageterapeut

μασάζ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hníst, masírovat, masírování, masáž, masáže, Masážní, masáží

μασάζ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
masaż, przetwarzać, masować, przekształcać, masażu, masaże, Salon, Massage

μασάζ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyúrás, masszázs, masszázst, masszázzsal

μασάζ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
masaj, masajı, Massage

μασάζ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
різня, масаж, массаж

μασάζ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
masazh, masazh të, masazh i

μασάζ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
масаж, масаж на, масажи, за масаж

μασάζ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
масаж, массаж

μασάζ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
masseerima, massaaž, massaaži, massaaži-, spaa

μασάζ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
masažu, masirati, masaža, trljanje, za masažu, masaže, masažu i

μασάζ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nudd

μασάζ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
masažas, masažo

μασάζ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
masāža, masāžas, masāžu, massage, masāžas un

μασάζ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
масажа, за масажа, масажата, масажа на, масаж

μασάζ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
masaj, de masaj, Masaje, Massage, pentru masaj

μασάζ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
masáž, masaža, masaže, masažni, masažo, massage

μασάζ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
masáž, masáže

Στατιστικά δημοτικότητας: μασάζ

Τυχαίες λέξεις