Толпиться στα ελληνικά
Μετάφραση: толпиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πακέτο, αγέλη, συρρέω, πλήθος, κοπάδι, συσκευάζω, σμάρι, ζουλώ, πατικώνω, συναθροίζομαι, κατακλύζω, τράπουλα, κολοκύθι, σμήνος, κοσμοσυρροή, throng, άλλο πλήθος, λάου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вершинный στα ελληνικά - κορυφής, κορυφαία, κορυφαίο, ακραία, ακραίο
- взмахивать στα ελληνικά - κύμα, φτεροκοπώ, πτερύγιο, πτερυγίου, καπάκι, πτερυγίων, φτερού
- воздушно-десантный στα ελληνικά - αερομεταφερόμενος, αερομεταφερόμενα, εναέρια, αερομεταφερόμενη, αερομεταφερόμενων, αερόφερτου
- дареный στα ελληνικά - παρών, δώρο, παρουσιάζω, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
Τυχαίες λέξεις
Толпиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πακέτο, αγέλη, συρρέω, πλήθος, κοπάδι, συσκευάζω, σμάρι, ζουλώ, πατικώνω, συναθροίζομαι, κατακλύζω, τράπουλα, κολοκύθι, σμήνος, κοσμοσυρροή, throng, άλλο πλήθος, λάου
Μεταφράσεις: πακέτο, αγέλη, συρρέω, πλήθος, κοπάδι, συσκευάζω, σμάρι, ζουλώ, πατικώνω, συναθροίζομαι, κατακλύζω, τράπουλα, κολοκύθι, σμήνος, κοσμοσυρροή, throng, άλλο πλήθος, λάου