Λέξη: εργατικός
Σχετικές λέξεις: εργατικός
εργατικός νόμος, εργατικός αγώνας blogspot, εργατικός αγώνας, εργατικός κώδικας, εργατικός τουρισμός, εργατικόσ συνώνυμο, εργατικός έλεγχος, εργατικός in english, εργατικός λειτουργός, εργατικός οδηγός επιχείρησης
Συνώνυμα: εργατικός
επιμελής, φιλόπονος, προλετάριος
Μεταφράσεις: εργατικός
εργατικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hard-working, diligent, assiduous, industrious, hard working, hardworking
εργατικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solícito, diligente, asiduo, industrioso, trabajador, laborioso, industriosa, industriosos
εργατικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fleißig, ausdauernd, emsig, arbeitsam, fleißigen, fleißige, fleißiger
εργατικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
studieux, laborieux, soigné, zélé, soigneux, assidûment, appliqué, persévérant, assidu, diligent, fervent, industrieux, industrieuse, laborieuse, travailleur
εργατικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diligente, industrioso, operoso, laborioso, operosa, industriosa
εργατικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diligente, esforçado, dilapidado, aplicado, assíduo, industrioso, trabalhador, laborioso, industrious
εργατικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ijverig, naarstig, nijver, vlijtig, arbeidzaam, ijverige
εργατικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неослабный, кропотливый, истовый, работящий, старательный, работоспособный, усердный, усидчивый, трудолюбивый, тщательный, неутомимый, прилежный, рачительный, трудолюбивым, трудолюбивые, трудолюбив, трудолюбивы
εργατικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flittig, utholdende, arbeidsom, flittige, arbeidsomme, industrious
εργατικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arbetsam, ihärdig, flitig, stark, flitiga, arbet
εργατικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
työteliäs, ahkera, hellittämätön, uuttera, ahkeria, ahkeraa, yritteliäs, industrious
εργατικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flittig, stærk, flittige, arbejdsomme, arbejdsom
εργατικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pilný, pracovitý, přičinlivý, neúnavný, horlivý, pečlivý, snaživý, vytrvalý, pracovití, pracovitá, pracovité
εργατικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytrwały, sumienny, pracowity, pilny, robotny, staranny, gorliwy, pracowici, pracowita, pracowite
εργατικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dolgos, iparkodó, szorgalmas, kitartó, szorgos, szorgalmasak
εργατικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çalışkan, organizasyondan, çalışkandır, hamarat
εργατικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
працелюбний, старанний, запопадливий, ретельний, працьовитий, працьовита, роботящий, працелюбна
εργατικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zellshëm, zellshëm, të zellshëm, punëtor, zellshëm sa
εργατικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трудолюбив, трудолюбиви, трудолюбива, работливи, прилежни
εργατικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працавіты, працалюбівы
εργατικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülipüüdlik, pühendunud, hoolas, järjekindel, püüdlik, töökas, usin, industrious, töökad, töökaid
εργατικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustrajan, istrajan, marljiv, usrdan, vrijedni, vrijedan, vrijedna, marljivi
εργατικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
iðinn, duglegir, iðjumaður, ötull
εργατικός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
diligens, industrius
εργατικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbštus, stropus, išradingas, darbščių, darbštūs
εργατικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strādīgs, strādīgi, čakli, čaklākus, uzcītīgs
εργατικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прилежен, трудољубив, вредните, вредни
εργατικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
harnic, harnici, abile, muncitor, sârguincios
εργατικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Delaven, marljivi, marljiv, pridni, pridno
εργατικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
horlivý, vytrvalý, pracovitý, neúnavný
Στατιστικά δημοτικότητας: εργατικός
Τυχαίες λέξεις