Λέξη: ζευγάρι
Σχετικές λέξεις: ζευγάρι
ζευγάρι έκανε σeξ σε κεντρικό δρόμο, ζευγάρι αιχμαλώτισε το «μυθικό τέρας» τσουπακάμπρα, ζευγάρι χόρεψε γυμνό στο dancing with the stars, ζευγάρι έκανε σeξ σε koinh θεα video, ζευγάρι έκανε σeξ σε κεντρικό δρόμο περαστικός ανέβασε το βίντεο στο youtube, ζευγάρι επέλεξε την πιο φρικιαστική γαμήλια τούρτα, ζευγάρι ονειροκρίτης, ζευγάρι εκτοξεύεται στον αέρα μετά από τροχαίο, ζευγάρι έκανε σ3ξ μπροστά στον λευκό πύργο (video), ζευγάρι για ζευγάρι
Συνώνυμα: ζευγάρι
ζεύγος, κάνα-δύο
Μεταφράσεις: ζευγάρι
ζευγάρι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pair, couple, pair of
ζευγάρι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acoplarse, pareja, yunta, parear, par, Pares, dos, pareja de
ζευγάρι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gleich, pärchen, paar, Paar, Ehepaar, einige, Paares
ζευγάρι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accoupler, paire, couple, quelques, deux, amoureux, couple de
ζευγάρι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paio, coppia, coppie, due, coppia di
ζευγάρι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parelha, pintura, casal, par, Pares, alguns, casal de
ζευγάρι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stelletje, koppel, duo, tweetal, span, paar, echtpaar, stel, partner
ζευγάρι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
случать, супружество, спариваться, спаривать, пара, супруг, спарить, карета, дуэт, парочка, пар, чета, пару, пары, несколько
ζευγάρι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
par, familie, paret, noen, forretningsreise
ζευγάρι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
par, paret, några, par att, par som
ζευγάρι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaksikko, parittaa, pari, naittaa, parin, muutaman, pariskunta, muutama
ζευγάρι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
par, parret, nogle
ζευγάρι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pár, pářit, párek, několik, dvojice, couple
ζευγάρι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
para, łączyć, parzyć, kilka, couple, pary, parę
ζευγάρι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogat, házaspár, pár, néhány, két
ζευγάρι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çift, birkaç, kaç, bir çift
ζευγάρι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пара, подружжя, наречені, спаровуватися, пари, пару
ζευγάρι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çift, disa, çifti, nja dy, çift i
ζευγάρι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пара, двойка, няколко, две, два
ζευγάρι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пара, пару, пары, пра
ζευγάρι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paar, paari, mõned, mõne, abielupaar
ζευγάρι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
par, dvoje, nekoliko, dva
ζευγάρι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
par, núna, nokkra, nokkrar, hjónin
ζευγάρι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pora, porą, couple, poros, pelnyti
ζευγάρι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pāris, couple, pāri, pārim
ζευγάρι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неколку, двојката, пар, двојка, парот
ζευγάρι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pereche, cuplu, câteva, cateva, tânăr
ζευγάρι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
par, dvojice, pár, nekaj, zakonca
ζευγάρι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dvojice, pár, niekoľko, zopár, couple