Тормошить στα ελληνικά
Μετάφραση: тормошить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανησυχώ, κουνώ, σαλεύω, τράβηγμα, έννοια, ενοχλώ, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безвкусица στα ελληνικά - raunch
- бессвязность στα ελληνικά - ασυναρτησία, ασυνέπεια, έλλειψη συνοχής, έλλειψης συνοχής, ασυνέπειας
- гонимый στα ελληνικά - οδηγείται, με γνώμονα, γνώμονα, οδηγούνται, κινείται
- жевать στα ελληνικά - μασώ, αναχαράζω, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
Τυχαίες λέξεις
Тормошить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανησυχώ, κουνώ, σαλεύω, τράβηγμα, έννοια, ενοχλώ, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Μεταφράσεις: ανησυχώ, κουνώ, σαλεύω, τράβηγμα, έννοια, ενοχλώ, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο