Травить στα ελληνικά

Μετάφραση: травить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτίθεμαι, κόλπος, λάσκος, επιδρομή, μπόσικος, σκοτώνω, χαλαρός, αργοκίνητος, επίθεση, γυρίζω, Veer, Στρέψτε, στρέφω, στρέφομαι
Травить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беглец στα ελληνικά - φυγόδικος, φυγάς, πρόσφυγας, ανεξέλεγκτων, φυγόδικου, διάχυτων
  • выдрессированный στα ελληνικά - καλά συμπεριφέρθηκε, συμπεριφέρθηκε καλά, Υπάκουοι, καλή συμπεριφορά
  • гора στα ελληνικά - ανεβαίνω, στοιβάδα, λόφος, βλαστός, εκτινάσσω, κόβω, αυξάνομαι, ...
  • душевный στα ελληνικά - πνευματικός, συναισθηματικός, ψυχικός, ειλικρινής, καλόψυχος, αισθαντική, soulful, ...
Τυχαίες λέξεις
Травить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτίθεμαι, κόλπος, λάσκος, επιδρομή, μπόσικος, σκοτώνω, χαλαρός, αργοκίνητος, επίθεση, γυρίζω, Veer, Στρέψτε, στρέφω, στρέφομαι