Традиционный στα ελληνικά

Μετάφραση: традиционный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντηρητικός, παραδοσιακός, συμβατικός, κληρονομικός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές
Традиционный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • варфоломей στα ελληνικά - Βαρθολομαίος, Βαρθολομαίου, Βαρθολομαίο, Bartholomew, κ.κ. Βαρθολομαίου
  • вершок στα ελληνικά - κρέμα, ίντσα, ιντσών, ίντσες, ίντσας, inch
  • двубойковый στα ελληνικά - dvuboykovy
  • дернуться στα ελληνικά - τράνταγμα, κόπανος, κλονισμός, τράβηγμα, σπασμός, τίναγμα, συσπώνται, ...
Τυχαίες λέξεις
Традиционный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντηρητικός, παραδοσιακός, συμβατικός, κληρονομικός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές