Λέξη: πλανόδιος
Σχετικές λέξεις: πλανόδιος
πλανόδιος πωλητής, πλανόδιος μουσικός, πλανόδιος φωτογράφος, πλανόδιος έμπορος, πλανόδιος παγωτατζής, πλανόδιοσ ψαράσ, πλανόδιος μανάβης, πλανόδιος μικροπωλητής, πλανόδιοσ σαλπιγκτήσ, πλανόδιος εφημεριδοπώλης
Συνώνυμα: πλανόδιος
σφάλλων, πλανώμενος, ασταθής, εκκεντρικός, αλλοπρόσαλλος, περιπατητικός, περιφερόμενος
Μεταφράσεις: πλανόδιος
πλανόδιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vagabond, itinerant, errant, peripatetic, erratic, an itinerant
πλανόδιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vagabundo, errabundo, itinerante, ambulante, itinerantes, itinerante de
πλανόδιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
landstreicher, irren, strolch, wandern, Wander-, Wander, ambulante, ambulanten
πλανόδιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ambulant, chemineau, vagabond, rôdeur, clochard, flâneur, malandrin, errant, itinérant, itinérante, itinérants, ambulante
πλανόδιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
randagio, vagabondo, itinerante, ambulante, itineranti, girovago
πλανόδιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
itinerante, ambulante, itinerantes, itinerant
πλανόδιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landloper, zwerver, vagebond, rondreizend, ambulante, routes, rondtrekkende
πλανόδιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бездельник, тунеядец, бродяга, проходимец, скиталец, оборванец, странствующий, странствующим, странствующего, бродячий, переездами
πλανόδιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
landstryker, omreisende, omflakkende, ambulerende, itinerant, omreisende lærer
πλανόδιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ambulerande, hemförsäljare, och hemförsäljare, kringresande, kringvandrande
πλανόδιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kulkuri, kulkija, irtolainen, maankiertäjä, kuljeksia, kiertävä, liikkuvan, liikkuva, liikkuvan kaupan, liikkuvaa
πλανόδιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omrejsende, fast, uden fast, fast forretningssted, uden fast forretningssted
πλανόδιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povaleč, vagabund, flákač, tulák, potulný, toulavý, pobuda, kočovný, cestující, putovní
πλανόδιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wagabunda, włóczęga, przybłęda, wędrowny, objazdowy, wędrownym, itinerant, wędrowna
πλανόδιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vándorló, nem helyhez kötött, vándorkereskedelem, vándorkereskedők és
πλανόδιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
serseri, seyyar, gezici, gezgin, itinerant, gezginci
πλανόδιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
блукач, бродячий, мандрівний, мандруючий, мандрований, мандрує
πλανόδιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shëtitës, shëtitet, që shëtitet
πλανόδιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пътуващ, амбулантна, странстващ, скитник, пътническото търговско
πλανόδιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вандроўны, ён вандроўны, вандруючы
πλανόδιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hulkur, vagabund, ringireisiv, rändur, reisimisega, rändkaubanduse, reisimisega seotud
πλανόδιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lutalica, skitnica, vagabund, putujući, itinerant, putujuće, putujuća, putnik
πλανόδιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
farandverkefni, itinerant
πλανόδιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
keliaujantis, kilnojamosios, kilnojamoji, keliaujantys, keliaujantys mainai
πλανόδιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klaidonis, ceļojošs, izbraukuma, ceļojošas, ceļojošu, reģistrācijas datos
πλανόδιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патувачки, Патувачката, патувачките, на патувачки, сезонски
πλανόδιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vagabond, ambulant, itinerant, itinerantă, itinerante, itineranta
πλανόδιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vagabund, potujoča, potujočo, potujoče, potujoči, itinerant
πλανόδιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vagabund, tulák, potulný
Τυχαίες λέξεις