Транслировать στα ελληνικά
Μετάφραση: транслировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντάσσω, μεταδίδω, εκπέμπω, διοχετεύω, συλλέγω, μεταγλωττίζω, μεταφράζω, μεταφράζουν, μεταφράσει, μεταφράσετε, μεταφράσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богатеть στα ελληνικά - ευημερώ, μεγαλώνω, αυξάνομαι, προκόβω, ευδοκιμώ, πλουτίζουν, να πλουτίζουν, ...
- громовой στα ελληνικά - συντριπτικός, εκκωφαντικός, θυελλώδης, κεραυνοβόλος, βροντερό, εκκωφαντικό
- датированный στα ελληνικά - της, με ημερομηνία, ημερομηνία, χρονολογείται, ημερομηνίας
- денудация στα ελληνικά - απογύμνωση, την απογύμνωση, απογύμνωσης, η απογύμνωση, απογύμνωση του
Τυχαίες λέξεις
Транслировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντάσσω, μεταδίδω, εκπέμπω, διοχετεύω, συλλέγω, μεταγλωττίζω, μεταφράζω, μεταφράζουν, μεταφράσει, μεταφράσετε, μεταφράσουν
Μεταφράσεις: συντάσσω, μεταδίδω, εκπέμπω, διοχετεύω, συλλέγω, μεταγλωττίζω, μεταφράζω, μεταφράζουν, μεταφράσει, μεταφράσετε, μεταφράσουν