Транспортировка στα ελληνικά
Μετάφραση: транспортировка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαγόνι, μεταβίβαση, μετάθεση, συνεπαίρνω, άμαξα, μεταφορά, μεταφέρω, μεταγράφω, μετατάσσω, μεταφοράς, μεταφορών, μεταφορές, τη μεταφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аптекарский στα ελληνικά - φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
- географ στα ελληνικά - γεωγράφος, γεωγράφο, γεωγράφου, του γεωγράφου, ο γεωγράφος
- движущий στα ελληνικά - μηχανή, συγκινητικός, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
- двоеборье στα ελληνικά - αρπάζω, διπλή, διπλά, διπλό, διπλής, διπλού
Τυχαίες λέξεις
Транспортировка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαγόνι, μεταβίβαση, μετάθεση, συνεπαίρνω, άμαξα, μεταφορά, μεταφέρω, μεταγράφω, μετατάσσω, μεταφοράς, μεταφορών, μεταφορές, τη μεταφορά
Μεταφράσεις: βαγόνι, μεταβίβαση, μετάθεση, συνεπαίρνω, άμαξα, μεταφορά, μεταφέρω, μεταγράφω, μετατάσσω, μεταφοράς, μεταφορών, μεταφορές, τη μεταφορά