Λέξη: οργισμένος

Συνώνυμα: οργισμένος

θυμωμένος, οργίλος

Μεταφράσεις: οργισμένος

οργισμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
furious, angry, irate, wrathful, enraged

οργισμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
furibundo, furioso, airado, rabioso, iracundo, colérico, ira, iracunda

οργισμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufgebracht, rabiat, wild, zornig, grimmig, wütend, aufgebrachte, rasend, erzürnt, zornvollen, zornigen, zornvolle, zorn

οργισμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enragé, méchant, furieux, fâché, irrité, rageur, sauvage, forcené, agaçant, endiablé, féroce, courroucé, courroucée, colère, en colère, colérique

οργισμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrabbiato, furibondo, furioso, irato, adirato, adirata, irata, iracondo

οργισμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raivoso, selvagem, gentio, furioso, bravio, fulo, irritado, colérico, irado, irada, wrathful, colérica

οργισμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doldriftig, boos, kwaad, nijdig, verwoed, razend, woest, toornig, wild, dol, toornige, wrathful, wraakzuchtige, grimmig

οργισμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
злющий, раздосадованный, злой, ярый, свирепый, взбешенный, сердитый, болезненный, остервенелый, оголтелый, дикий, бешеный, гневный, раздраженный, воспаленный, разъяренный, гневным, гневного, гневные, Вспыльчивый

οργισμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rasende, vrede, vred, wrathful, være vred

οργισμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vred, arg, ursinnig, ilsken, rasande, wrathful, vreda, vredgad, vredgade

οργισμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suuttunut, kiukkuinen, äksy, raivoisa, vihainen, vimmainen, villi, hurja, intohimoinen, raivokas, wrathful, raivoisan, raivostunut

οργισμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
truende, vred, rasende, vrede, wrathful, vredes

οργισμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zuřivý, zlobný, šílený, rozzlobený, vzteklý, rozhněvaný, hněvivý, rozzlobil

οργισμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wściekły, gniewny, zły, rozgniewany, zaciekły, gniewne, groźna, gniewnej, gniewną

οργισμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
haragvó, haragos, mérges, haragomban

οργισμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öfkeli, gazaba gelen, küplere binmiş, nın öfkeli, wrathful

οργισμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розлючений, дратівливо, оскаженілий, злий, збуджений, сердитися, шалений, скажений, розлютований, сердитий, гнівний, гнівну, гнівне

οργισμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
egërsuar, i xhindosur, gjaknxehtë, xhindosur, idhnak kryen, tërë xhinde

οργισμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неистовия, гневен, гневна, гневни, гневно, пламъкът на

οργισμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гнеўны, Добраму Гнеўны, але Гнеўны

οργισμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raevukas, põletikuline, vihane, ärritunud, Vihane, raivoisa, Raivostunut

οργισμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljutit, srdit, jedak, žestoki, divalj, razdražen, ljut, gnjevan, bijesan, Gnjevljiv, nije bijesan

οργισμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Hermdaryrði

οργισμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiaurus, rūstus, piktas, Piktas, užsirūstinęs, rūstingas, Gniewny

οργισμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
negants, nikns, dusmīgs, nežēlīgs, draudošs, sakaitināts

οργισμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гневен

οργισμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supărat, feroce, furios, mânios, mânie, mâniat, plin de mânie

οργισμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
srdit, srditimi

οργισμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlostný, hnevlivý, hnevom, nahnevaný
Τυχαίες λέξεις